- ιερόψυχος
- ἱερόψυχος, -ον (Α)αυτός που έχει ιερή, ευσεβή ψυχή, ευσεβής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό-ψυχος, σκληρό-ψυχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱερόψυχε — ἱερόψυχος of holy masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek